Γωνιές

Γωνιές
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 526 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα όρια με τον νομό Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυλίσου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 519 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χερσονήσου. Πανοραμική άποψη του οικισμού Γωνιές στον νομό Ηρακλείου Κρήτης· βρίσκεται στις βορειοανατολικές απολήξεις του όρους Δίκτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

  • ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • πεντάγωνος — η, ο / πεντάγωνος, ον, ΝΑ 1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”